- μπεκρηλίκι
- το страсть к вину, к спиртным напиткам
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπεκρηλίκι — και μπεκρουλίκι, το η ιδιότητα και η κατάσταση τού μπεκρή, η υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + κατάλ. λίκι (πρβλ. μπεη λίκι)] … Dictionary of Greek
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek